- ετερόσημος
- -η, -ο (Μ ἑτερόσημος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που έχει άλλο σημείο, αυτός που δηλώνεται με άλλο σημείο2. μαθ. (ειδ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ετερόσημοιοι αλγεβρικοί αριθμοί που έχουν αντίθετο πρόσημο (θετικό ή αρνητικό), αυτοί που δεν είναι όλοι θετικοί ή αρνητικοίμσν.αυτός που έχει διαφορετική σημασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σημος (< σήμα), πρβλ. ά-σημος, επί-σημος].
Dictionary of Greek. 2013.